ὁρκίοις

ὁρκίοις
ὅρκιον
oath
neut dat pl
ὅρκιος
belonging to an oath
masc/neut dat pl
ὅρκιος
belonging to an oath
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ὁρκίοις — Ὅρκιος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὠρκίοις — ὁρκίοις , ὅρκιον oath neut dat pl ὁρκίοις , ὅρκιος belonging to an oath masc/neut dat pl ὁρκίοις , ὅρκιος belonging to an oath masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίορκος — η, ο (AM ἐπίορκος, ον) αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.) μσν. νεοελλ. αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • μώλαξ — μώλαξ, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος οἴνου οἱ δὲ τὸ ἐν τοῑς ὁρκίοις σπενδόμενον, ἀπὸ τοῡ μώλου, ὥς τινες Λυδοὶ τὸν οἶνον» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”